1. Λέξη
    μεταμφιεσμένος (επίθετο) - (παρόμοια: μεταχειρισμένος - πιεσμένος - μεταλλαγμένος - μεταμφιέζω - μεθυσμένος)
  2. Συνώνυμα
    • καμουφλαρισμένος
    • μεταμφιεσμένος
    • μεταμφιεσμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμεταμφίεστος
    • ακάλυπτος
    • απροστάτευτος
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει αλλάξει την εμφάνισή του με ρούχα ή άλλα μέσα για να μην αναγνωριστεί.
    • Που έχει κρυφτεί ή έχει παρουσιαστεί με διαφορετική μορφή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ηθοποιός ήταν μεταμφιεσμένος σε γέρο για την παράσταση.
    • Ο κατάσκοπος εισήλθε στη χώρα μεταμφιεσμένος σε τουρίστα.
    2