Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεταμφιεσμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
μεταχειρισμένος
-
πιεσμένος
-
μεταλλαγμένος
-
μεταμφιέζω
-
μεθυσμένος
)
Συνώνυμα
καμουφλαρισμένος
μεταμφιεσμένος
μεταμφιεσμένος
3
Αντώνυμα
αμεταμφίεστος
ακάλυπτος
απροστάτευτος
3
Ορισμός
Που έχει αλλάξει την εμφάνισή του με ρούχα ή άλλα μέσα για να μην αναγνωριστεί.
Που έχει κρυφτεί ή έχει παρουσιαστεί με διαφορετική μορφή.
2
Παραδείγματα
Ο ηθοποιός ήταν μεταμφιεσμένος σε γέρο για την παράσταση.
Ο κατάσκοπος εισήλθε στη χώρα μεταμφιεσμένος σε τουρίστα.
2