Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεταχειρισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
μεταμφιεσμένος
-
μαυρισμένος
-
ορισμένος
-
μεταλλαγμένος
)
Συνώνυμα
χρησιμοποιημένος
παλιός
δεύτερης χρήσης
3
Αντώνυμα
καινούργιος
αχρησιμοποίητος
πρωτότυπος
3
Ορισμός
που έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν
που δεν είναι καινούργιος
2
Παραδείγματα
Αγόρασα ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο.
Τα μεταχειρισμένα βιβλία είναι συχνά πιο φθηνά.
2