Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μετανιώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
μετανιώσω
-
μετανιώσουμε
-
μειώνω
-
μετανοώ
-
μεταμορφώνω
)
Συνώνυμα
λυπάμαι
μετανοώ
θρηνώ
3
Αντώνυμα
δεν μετανιώνω
δεν λυπάμαι
δεν μετανοώ
3
Ορισμός
Νιώθω λύπη ή τύψεις για κάτι που έκανα ή δεν έκανα.
Αλλάζω γνώμη ή στάση μετά από κάποια πράξη ή απόφαση.
2
Παραδείγματα
Μετανιώνω που δεν σπούδασα περισσότερο όταν είχα την ευκαιρία.
Μετά το συμβάν, μετανιώνω που δεν του μίλησα πιο ευγενικά.
2