1. Λέξη
    μικρόφωνο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μικρό - μικρός - μικρόβιο)
  2. Συνώνυμα
    • μιλάφωνο
    • ηχείο
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μια συσκευή που μετατρέπει τον ήχο σε ηλεκτρικά σήματα, συνήθως για ενίσχυση, μετάδοση ή ηχογράφηση.
    • Μια συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή των ηχητικών κυμάτων σε ηλεκτρικά σήματα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ομιλητής χρησιμοποίησε το μικρόφωνο για να ακουστεί καλύτερα.
    • Το μικρόφωνο του τηλεφώνου ήταν χαλασμένο.
    2