Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μικρόφωνο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μικρό
-
μικρός
-
μικρόβιο
)
Συνώνυμα
μιλάφωνο
ηχείο
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μια συσκευή που μετατρέπει τον ήχο σε ηλεκτρικά σήματα, συνήθως για ενίσχυση, μετάδοση ή ηχογράφηση.
Μια συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή των ηχητικών κυμάτων σε ηλεκτρικά σήματα.
2
Παραδείγματα
Ο ομιλητής χρησιμοποίησε το μικρόφωνο για να ακουστεί καλύτερα.
Το μικρόφωνο του τηλεφώνου ήταν χαλασμένο.
2