Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μικρός (επίθετο) - (παρόμοια:
μικρό
-
μικρόβιο
-
μικρή
-
μικρόφωνο
-
μακρός
-
μικρού
-
πικρός
-
μικρότερος
-
μικρόσωμος
-
παραμικρός
-
μικ
-
μικρόπραγμα
)
Συνώνυμα
λιγός
σμίκρυνση
μικροσκοπικός
3
Αντώνυμα
μεγάλος
τεράστιος
ευρύχωρος
3
Ορισμός
Όταν κάτι έχει μικρό μέγεθος ή έκταση.
Όταν κάτι είναι λιγοστό σε ποσότητα.
Όταν κάτι είναι ασήμαντο ή μικρής σημασίας.
3
Παραδείγματα
Ο μικρός σκύλος έτρεχε γύρω από το κήπο.
Έχει μικρή εμπειρία στο θέμα αυτό.
Έκανε μια μικρή παρατήρηση που άλλαξε όλη την κατάσταση.
3