Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μικρόβιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μικρό
-
μικρός
-
μικρή
-
μικρόφωνο
)
Συνώνυμα
βακτήριο
μικροοργανισμός
παθογόνος οργανισμός
3
Αντώνυμα
στείρος
απολυμασμένος
2
Ορισμός
Ένας μικροσκοπικός οργανισμός, ιδιαίτερα ένας που προκαλεί ασθένεια.
Οποιοσδήποτε μικροσκοπικός οργανισμός, όπως βακτήρια, ιοί ή μύκητες.
2
Παραδείγματα
Τα μικρόβια μπορούν να εξαπλωθούν γρήγορα σε δημόσιους χώρους.
Ο γιατρός ανέφερε ότι η λοίμωξη προκλήθηκε από ένα μικρόβιο.
2