1. Λέξη
    μικρόβιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μικρό - μικρός - μικρή - μικρόφωνο)
  2. Συνώνυμα
    • βακτήριο
    • μικροοργανισμός
    • παθογόνος οργανισμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • στείρος
    • απολυμασμένος
    2
  4. Ορισμός
    • Ένας μικροσκοπικός οργανισμός, ιδιαίτερα ένας που προκαλεί ασθένεια.
    • Οποιοσδήποτε μικροσκοπικός οργανισμός, όπως βακτήρια, ιοί ή μύκητες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα μικρόβια μπορούν να εξαπλωθούν γρήγορα σε δημόσιους χώρους.
    • Ο γιατρός ανέφερε ότι η λοίμωξη προκλήθηκε από ένα μικρόβιο.
    2