1. Λέξη
    μολύνεται (ρήμα) - (παρόμοια: μολύνομαι - μολύνω)
  2. Συνώνυμα
    • ρυπαίνεται
    • λεκιάζεται
    • μολύνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • καθαρίζεται
    • απολυμαίνεται
    • αποστειρώνεται
    3
  4. Ορισμός
    • Γίνεται βρώμικο ή μολυσμένο.
    • Υφίσταται μόλυνση, συνήθως από μικρόβια ή χημικές ουσίες.
    • Επηρεάζεται αρνητικά από κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το νερό μολύνεται από τα απόβλητα.
    • Ο αέρας μολύνεται από τα καυσαέρια.
    • Η ψυχή του μολύνεται από την κακία.
    3