Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μολύνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
λύνομαι
-
μολύνεται
-
μολύνω
-
χύνομαι
-
ντύνομαι
-
μαίνομαι
-
γδύνομαι
-
αμύνομαι
)
Συνώνυμα
βρομίζω
λεκιάζομαι
μολυνθώ
3
Αντώνυμα
καθαρίζω
απολυμαίνω
2
Ορισμός
Να γίνομαι βρώμικος ή να μολύνομαι με κάτι που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ή μόλυνση.
Να χάνω την αρχική μου καθαρότητα ή αγνότητα, είτε σε φυσικό είτε σε ηθικό επίπεδο.
2
Παραδείγματα
Μολύνομαι κάθε φορά που περπατάω στη λάσπη.
Η ψυχή του μολύνθηκε από τις κακές επιρροές.
2