1. Λέξη
    μολύνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: λύνομαι - μολύνεται - μολύνω - χύνομαι - ντύνομαι - μαίνομαι - γδύνομαι - αμύνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • βρομίζω
    • λεκιάζομαι
    • μολυνθώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • καθαρίζω
    • απολυμαίνω
    2
  4. Ορισμός
    • Να γίνομαι βρώμικος ή να μολύνομαι με κάτι που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ή μόλυνση.
    • Να χάνω την αρχική μου καθαρότητα ή αγνότητα, είτε σε φυσικό είτε σε ηθικό επίπεδο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μολύνομαι κάθε φορά που περπατάω στη λάσπη.
    • Η ψυχή του μολύνθηκε από τις κακές επιρροές.
    2