Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μονέ (επίθετο) - (παρόμοια:
μονή
-
μονός
-
μονρό
)
Συνώνυμα
μόνος
μοναδικός
απομονωμένος
3
Αντώνυμα
πολλαπλός
ποικίλος
κοινός
3
Ορισμός
που υπάρχει ή συμβαίνει χωρίς άλλα παρόμοια
που δεν έχει συντρόφους ή παρέα
που είναι μοναδικός στο είδος του
3
Παραδείγματα
Ζούσε μια μονή ζωή στο βουνό.
Ήταν ο μονός επιβάτης στο λεωφορείο.
Αυτό το λουλούδι είναι μονό στο κήπο μου.
3