1. Λέξη
    μονέ (επίθετο) - (παρόμοια: μονή - μονός - μονρό)
  2. Συνώνυμα
    • μόνος
    • μοναδικός
    • απομονωμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • πολλαπλός
    • ποικίλος
    • κοινός
    3
  4. Ορισμός
    • που υπάρχει ή συμβαίνει χωρίς άλλα παρόμοια
    • που δεν έχει συντρόφους ή παρέα
    • που είναι μοναδικός στο είδος του
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ζούσε μια μονή ζωή στο βουνό.
    • Ήταν ο μονός επιβάτης στο λεωφορείο.
    • Αυτό το λουλούδι είναι μονό στο κήπο μου.
    3