Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μονή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μονέ
-
μονός
-
μονρό
)
Συνώνυμα
διαμονή
παραμονή
μενετό
3
Αντώνυμα
αποχώρηση
φυγή
έξοδος
3
Ορισμός
η κατάσταση κατά την οποία κάποιος παραμένει σε ένα συγκεκριμένο μέρος για κάποιο χρονικό διάστημα
η διαρκής παρουσία ή ύπαρξη σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή κατάσταση
2
Παραδείγματα
Η μονή του στο νησί κράτησε τρεις μήνες.
Η μονή της εικόνας στον τοίχο ήταν εντυπωσιακή.
2