1. Λέξη
    μονή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μονέ - μονός - μονρό)
  2. Συνώνυμα
    • διαμονή
    • παραμονή
    • μενετό
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποχώρηση
    • φυγή
    • έξοδος
    3
  4. Ορισμός
    • η κατάσταση κατά την οποία κάποιος παραμένει σε ένα συγκεκριμένο μέρος για κάποιο χρονικό διάστημα
    • η διαρκής παρουσία ή ύπαρξη σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή κατάσταση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μονή του στο νησί κράτησε τρεις μήνες.
    • Η μονή της εικόνας στον τοίχο ήταν εντυπωσιακή.
    2