Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μονός (επίθετο) - (παρόμοια:
μοναχός
-
μονέ
-
μονή
-
μονόπολη
)
Συνώνυμα
απλός
μεμονωμένος
μόνος
3
Αντώνυμα
πολλαπλός
διπλός
συνημμένος
3
Ορισμός
που αποτελείται από ένα μόνο μέρος ή στοιχείο
που δεν συνοδεύεται από άλλα παρόμοια
που δεν είναι ζευγαρωμένος ή συνδυασμένος με κάτι άλλο
3
Παραδείγματα
Ένα μονό εισιτήριο για την παράσταση.
Ζει σε ένα μονό διαμέρισμα.
Ήταν ο μονός επιβάτης στο λεωφορείο.
3