1. Λέξη
    μονός (επίθετο) - (παρόμοια: μοναχός - μονέ - μονή - μονόπολη)
  2. Συνώνυμα
    • απλός
    • μεμονωμένος
    • μόνος
    3
  3. Αντώνυμα
    • πολλαπλός
    • διπλός
    • συνημμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που αποτελείται από ένα μόνο μέρος ή στοιχείο
    • που δεν συνοδεύεται από άλλα παρόμοια
    • που δεν είναι ζευγαρωμένος ή συνδυασμένος με κάτι άλλο
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ένα μονό εισιτήριο για την παράσταση.
    • Ζει σε ένα μονό διαμέρισμα.
    • Ήταν ο μονός επιβάτης στο λεωφορείο.
    3