Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μουρμούρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μουρμουρίζω
-
μουτζούρα
)
Συνώνυμα
ψίθυρος
σιγοτραγούδι
γουργούρισμα
3
Αντώνυμα
κραυγή
φωνή
όργιασμα
3
Ορισμός
Ήχος χαμηλός και ασαφής που προέρχεται από ανθρώπους ή ζώα, συνήθως ως έκφραση δυσαρέσκειας ή ικανοποίησης.
Αόριστη και ασαφής φήμη ή πληροφορία που διαδίδεται.
2
Παραδείγματα
Ακούστηκε μια μουρμούρα από το πλήθος που δεν ήταν ικανοποιημένο.
Οι μουρμούρες για την αλλαγή της κυβέρνησης είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν.
2