Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μουτζούρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μουρμούρα
-
τζούρα
)
Συνώνυμα
βρωμιά
ακαθαρσία
λεκές
3
Αντώνυμα
καθαρότητα
αγνότητα
συμμόρφωση
3
Ορισμός
Η κατάσταση του να είναι κάτι βρώμικο ή ακαθαρτο.
Μια ουσία που προκαλεί βρωμιά ή λεκέ.
2
Παραδείγματα
Η μουτζούρα στο πάτωμα χρειαζόταν πολύ τρίψιμο για να φύγει.
Μετά το πάρτι, οι τοίχοι ήταν γεμάτοι μουτζούρες από τα χέρια των παιδιών.
2