1. Λέξη
    τζούρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τζούν - μουτζούρα - τζούνα - τζούλι - τζούντο - τζούντυ)
  2. Συνώνυμα
    • αποθήκη
    • σαράι
    • αχούρι
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατοικία
    • σπίτι
    • διαμέρισμα
    3
  4. Ορισμός
    • Μικρή αποθήκη ή υπόστεγο για αποθήκευση αντικειμένων.
    • Παλιό κτίριο ή κατασκευή που χρησιμοποιείται για αποθήκευση ή ως καταφύγιο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η τζούρα στο κήπο είναι γεμάτη παλιά έπιπλα.
    • Ο παππούς φύλαγε τα εργαλεία του σε μια μικρή τζούρα.
    2