1. Λέξη
    μπάρμαν (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μπάρμπι - μπέρμαν - μπάτμαν - μπάκμαν - μπάρμπερ - μπάρα - μπάρνι - μπάρετ)
  2. Συνώνυμα
    • μπαρτέντερ
    • σερβιτόρος μπαρ
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Επαγγελματίας που εργάζεται σε μπαρ και είναι υπεύθυνος για την παρασκευή και σερβίρισμα ποτών.
    1
  5. Παραδείγματα
    • Ο μπάρμαν μας έφτιαξε ένα υπέροχο κοκτέιλ.
    • Η δουλειά του μπάρμαν απαιτεί γνώσεις για διάφορα ποτά και κοκτέιλ.
    2