Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μέλι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μέλισσα
-
μπέλι
-
μέλος
)
Συνώνυμα
γλυκό
μελίσσι
2
Αντώνυμα
πικρία
χολή
2
Ορισμός
Το γλυκό και παχύρρευστο υγρό που παράγουν οι μέλισσες από το νέκταρ των λουλουδιών.
Μια γλυκιά ουσία που χρησιμοποιείται ως τροφή ή γλυκαντικό.
2
Παραδείγματα
Το μέλι είναι ένα φυσικό γλυκαντικό που χρησιμοποιείται σε πολλές συνταγές.
Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν μέλι για τις θεραπευτικές του ιδιότητες.
2