1. Λέξη
    χαράκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χαρτάκι - χαρά - χαράκωμα - χαράζω - ψαράκι - χαλάκι - χεράκι - χαράσσω - χαντάκι - μπαράκι - χαράδρα)
  2. Συνώνυμα
    • γραμμή
    • παύλα
    • ρίγα
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιφάνεια
    • πεδίο
    2
  4. Ορισμός
    • Μια λεπτή γραμμή που χαράσσεται σε μια επιφάνεια.
    • Ένας μικρός αυλάκωτος χώρος μεταξύ δύο επιφανειών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έκανε ένα χαράκι στο χαρτί για να ξεχωρίσει τις λέξεις.
    • Το χαράκι στο δάπεδο βοηθάει στην ευθυγράμμιση των πλακιδίων.
    2