Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπερδεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
μπερδεύω
-
μαζεύομαι
)
Συνώνυμα
μπλέκομαι
σαστίζω
συγχέομαι
3
Αντώνυμα
καταλαβαίνω
διακρίνω
ξεκαθαρίζω
3
Ορισμός
Χάνω την ικανότητα να καταλάβω ή να διακρίνω κάτι με σαφήνεια.
Εμπλέκομαι σε μια κατάσταση που με δυσκολεύει να βρω λύση ή εξήγηση.
2
Παραδείγματα
Μπερδεύτηκα με τις οδηγίες και χάθηκα.
Συχνά μπερδεύομαι με τα ονόματα των ανθρώπων.
2