1. Λέξη
    μπερδεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια: μπερδεύω - μαζεύομαι)
  2. Συνώνυμα
    • μπλέκομαι
    • σαστίζω
    • συγχέομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταλαβαίνω
    • διακρίνω
    • ξεκαθαρίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Χάνω την ικανότητα να καταλάβω ή να διακρίνω κάτι με σαφήνεια.
    • Εμπλέκομαι σε μια κατάσταση που με δυσκολεύει να βρω λύση ή εξήγηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μπερδεύτηκα με τις οδηγίες και χάθηκα.
    • Συχνά μπερδεύομαι με τα ονόματα των ανθρώπων.
    2