1. Συνώνυμα
    • συγκεντρώνομαι
    • μαζεύω
    • συλλέγομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • διασκορπίζομαι
    • ξεμαζεύομαι
    2
  3. Ορισμός
    • 1. Να συγκεντρώνομαι σε ένα μέρος, να μαζεύομαι.
    • 2. Να συλλέγομαι, να συγκεντρώνομαι σε μεγάλο αριθμό.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Οι άνθρωποι μαζεύτηκαν στην πλατεία για να διαμαρτυρηθούν.
    • Τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω από τον δάσκαλο για να ακούσουν την ιστορία.
    2