Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαζεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
συμμαζεύομαι
-
μαζεύονται
-
μαζεύουμε
-
μαζεύω
-
γεύομαι
-
μπερδεύομαι
-
μαίνομαι
)
Συνώνυμα
συγκεντρώνομαι
μαζεύω
συλλέγομαι
3
Αντώνυμα
διασκορπίζομαι
ξεμαζεύομαι
2
Ορισμός
1. Να συγκεντρώνομαι σε ένα μέρος, να μαζεύομαι.
2. Να συλλέγομαι, να συγκεντρώνομαι σε μεγάλο αριθμό.
2
Παραδείγματα
Οι άνθρωποι μαζεύτηκαν στην πλατεία για να διαμαρτυρηθούν.
Τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω από τον δάσκαλο για να ακούσουν την ιστορία.
2