1. Λέξη
    μπερδεύω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεμπερδεύω - μπερδεύομαι - μπερδεμένος - μπερδέψω - μπερν - μπερέ)
  2. Συνώνυμα
    • σαστίζω
    • μπλέκω
    • συγχέω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεκαθαρίζω
    • διαχωρίζω
    • ξεδιαλύνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάποιον να μην καταλαβαίνει ξεκάθαρα μια κατάσταση ή ένα θέμα.
    • Δημιουργώ σύγχυση σε κάποιον ή σε κάτι.
    • Προκαλώ αβεβαιότητα ή δυσκολία στην κατανόηση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μπέρδεψα τις οδηγίες και χάθηκα.
    • Μην μπερδεύεις τα ζητήματα με άσχετες πληροφορίες.
    • Οι παρόμοιες εμφανίσεις τους με μπέρδεψαν.
    3