Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπερδεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεμπερδεύω
-
μπερδεύομαι
-
μπερδεμένος
-
μπερδέψω
-
μπερν
-
μπερέ
)
Συνώνυμα
σαστίζω
μπλέκω
συγχέω
3
Αντώνυμα
ξεκαθαρίζω
διαχωρίζω
ξεδιαλύνω
3
Ορισμός
Κάνω κάποιον να μην καταλαβαίνει ξεκάθαρα μια κατάσταση ή ένα θέμα.
Δημιουργώ σύγχυση σε κάποιον ή σε κάτι.
Προκαλώ αβεβαιότητα ή δυσκολία στην κατανόηση.
3
Παραδείγματα
Μπέρδεψα τις οδηγίες και χάθηκα.
Μην μπερδεύεις τα ζητήματα με άσχετες πληροφορίες.
Οι παρόμοιες εμφανίσεις τους με μπέρδεψαν.
3