1. Λέξη
    μπλέκομαι (ρήμα) - (παρόμοια: εμπλέκομαι - μπλέκουμε - μπλέκω - στέκομαι)
  2. Συνώνυμα
    • εμπλέκομαι
    • περιπλέκομαι
    • μπερδεύομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεμπλέκω
    • απαλλάσσομαι
    • αποφεύγω
    3
  4. Ορισμός
    • Εμπλέκομαι σε μια δυσάρεστη ή περίπλοκη κατάσταση.
    • Βρίσκομαι σε μια κατάσταση που δυσκολεύω να βγω από αυτήν.
    • Παθαίνω σύγχυση ή δυσκολία στην κατανόηση ή στην εκτέλεση μιας ενέργειας.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μπλέχτηκε σε μια δικαστική υπόθεση χωρίς να το θέλει.
    • Μπλέκομαι με τα μαθηματικά, δεν καταλαβαίνω τίποτα.
    • Προσπάθησε να βοηθήσει, αλλά τελικά μπλέχτηκε ακόμα περισσότερο.
    3