Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπλέκομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
εμπλέκομαι
-
μπλέκουμε
-
μπλέκω
-
στέκομαι
)
Συνώνυμα
εμπλέκομαι
περιπλέκομαι
μπερδεύομαι
3
Αντώνυμα
ξεμπλέκω
απαλλάσσομαι
αποφεύγω
3
Ορισμός
Εμπλέκομαι σε μια δυσάρεστη ή περίπλοκη κατάσταση.
Βρίσκομαι σε μια κατάσταση που δυσκολεύω να βγω από αυτήν.
Παθαίνω σύγχυση ή δυσκολία στην κατανόηση ή στην εκτέλεση μιας ενέργειας.
3
Παραδείγματα
Μπλέχτηκε σε μια δικαστική υπόθεση χωρίς να το θέλει.
Μπλέκομαι με τα μαθηματικά, δεν καταλαβαίνω τίποτα.
Προσπάθησε να βοηθήσει, αλλά τελικά μπλέχτηκε ακόμα περισσότερο.
3