1. Λέξη
    μπλοφάρω (ρήμα) - (παρόμοια: μπλοκάρω - μπλοκ)
  2. Συνώνυμα
    • κοροϊδεύω
    • εξαπατώ
    • γελοιοποιώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • ειλικρινένομαι
    • ειλικρινής είμαι
    • ειλικρινά συμπεριφέρομαι
    3
  4. Ορισμός
    • να κάνω κάποιον να πιστέψει κάτι που δεν είναι αλήθεια, με σκοπό να τον κοροϊδέψω ή να τον εξαπατήσω
    • να συμπεριφέρομαι με τρόπο που δημιουργεί εντυπώσεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τον μπλοφάρω ότι έχω πολλά λεφτά, αλλά στην πραγματικότητα είμαι αδύναμος.
    • Μην μπλοφάρεις τους φίλους σου, γιατί κάποια στιγμή θα καταλάβουν την αλήθεια.
    2