Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπλοφάρω (ρήμα) - (παρόμοια:
μπλοκάρω
-
μπλοκ
)
Συνώνυμα
κοροϊδεύω
εξαπατώ
γελοιοποιώ
3
Αντώνυμα
ειλικρινένομαι
ειλικρινής είμαι
ειλικρινά συμπεριφέρομαι
3
Ορισμός
να κάνω κάποιον να πιστέψει κάτι που δεν είναι αλήθεια, με σκοπό να τον κοροϊδέψω ή να τον εξαπατήσω
να συμπεριφέρομαι με τρόπο που δημιουργεί εντυπώσεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα
2
Παραδείγματα
Τον μπλοφάρω ότι έχω πολλά λεφτά, αλλά στην πραγματικότητα είμαι αδύναμος.
Μην μπλοφάρεις τους φίλους σου, γιατί κάποια στιγμή θα καταλάβουν την αλήθεια.
2