Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπλοκ (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μπλοκάρω
-
μπλουμ
-
μπλογκ
-
μπλούζα
-
μπλοκάρισμα
-
μπλοκάρουμε
-
μπλε
-
μπλα
-
μπλοφάρω
)
Συνώνυμα
αποκλεισμός
φραγή
εμπόδιο
3
Αντώνυμα
άνοιγμα
ελευθερία
προσβασιμότητα
3
Ορισμός
Μια κατάσταση όπου η πρόσβαση σε κάτι εμποδίζεται.
Ένα φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο που εμποδίζει την κίνηση ή τη ροή.
Στη πληροφορική, μια κατάσταση όπου ένα σύστημα ή μια διαδικασία δεν μπορεί να συνεχιστεί.
3
Παραδείγματα
Το μπλοκ στο δρόμο προκλήθηκε λόγω της χιονόπτωσης.
Ο χρήστης έλαβε μπλοκ στο λογαριασμό του λόγω παραβίασης των όρων χρήσης.
Η οικοδόμηση ενός μπλοκ στην πορεία του ποταμού βοήθησε στη δημιουργία τεχνητής λίμνης.
3