Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπλοκάρω (ρήμα) - (παρόμοια:
μπλοκάρισμα
-
μπλοκάρουμε
-
μπλοκ
-
μπλοφάρω
-
μπουκάρω
)
Συνώνυμα
κολλώ
μπλοκάρω
εμποδίζω
3
Αντώνυμα
ξεκολλώ
απεμπλοκοποιώ
απελευθερώνω
3
Ορισμός
Εμποδίζω κάποιον ή κάτι να προχωρήσει ή να λειτουργήσει κανονικά.
Δυσκολεύομαι να προχωρήσω ή να λειτουργήσω λόγω κάποιου εμποδίου.
2
Παραδείγματα
Μπλόκαρα στην κίνηση για ώρες.
Ο υπολογιστής μου μπλοκάρει κάθε φορά που προσπαθώ να ανοίξω αυτό το αρχείο.
2