1. Λέξη
    μπλοκάρω (ρήμα) - (παρόμοια: μπλοκάρισμα - μπλοκάρουμε - μπλοκ - μπλοφάρω - μπουκάρω)
  2. Συνώνυμα
    • κολλώ
    • μπλοκάρω
    • εμποδίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεκολλώ
    • απεμπλοκοποιώ
    • απελευθερώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Εμποδίζω κάποιον ή κάτι να προχωρήσει ή να λειτουργήσει κανονικά.
    • Δυσκολεύομαι να προχωρήσω ή να λειτουργήσω λόγω κάποιου εμποδίου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μπλόκαρα στην κίνηση για ώρες.
    • Ο υπολογιστής μου μπλοκάρει κάθε φορά που προσπαθώ να ανοίξω αυτό το αρχείο.
    2