1. Λέξη
    μπογιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μπουκιά - μπουνιά)
  2. Συνώνυμα
    • χρώμα
    • βαφή
    • αλοιφή
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποχρωματισμός
    • ξεθώριασμα
    2
  4. Ορισμός
    • Υλικό που χρησιμοποιείται για τη βαφή ή τη χρωματιστική επικάλυψη επιφανειών.
    • Χημική ουσία που εφαρμόζεται σε επιφάνειες για να τις προστατεύσει ή να τις διακοσμήσει.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Χρειάζομαι μπογιά για να βάψω τον τοίχο του δωματίου.
    • Η μπογιά στο αυτοκίνητο άρχισε να φθείρεται λόγω των καιρικών συνθηκών.
    2