Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπογιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μπουκιά
-
μπουνιά
)
Συνώνυμα
χρώμα
βαφή
αλοιφή
3
Αντώνυμα
αποχρωματισμός
ξεθώριασμα
2
Ορισμός
Υλικό που χρησιμοποιείται για τη βαφή ή τη χρωματιστική επικάλυψη επιφανειών.
Χημική ουσία που εφαρμόζεται σε επιφάνειες για να τις προστατεύσει ή να τις διακοσμήσει.
2
Παραδείγματα
Χρειάζομαι μπογιά για να βάψω τον τοίχο του δωματίου.
Η μπογιά στο αυτοκίνητο άρχισε να φθείρεται λόγω των καιρικών συνθηκών.
2