Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπουνιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μπουκιά
-
μπουκ
-
μπουθ
-
μπογιά
-
μπουζί
-
μπουκάρουν
-
μπουντουάρ
)
Συνώνυμα
γροθιά
χτύπημα
μπαμ
3
Αντώνυμα
χάδι
φιλί
αγκάλισμα
3
Ορισμός
Μια απότομη και δυνατή κίνηση του χεριού που σκοπεύει να χτυπήσει κάποιον ή κάτι.
Συμβολική ή πραγματική επίθεση με σωματική βία.
2
Παραδείγματα
Τον χτύπησε με μια δυνατή μπουνιά στο πρόσωπο.
Η μπουνιά του ήταν τόσο δυνατή που τον έριξε κάτω.
2