Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μυστήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μυστήριος
-
πειστήριο
)
Συνώνυμα
αίνιγμα
απορία
εξαίρεση
3
Αντώνυμα
σαφήνεια
ευκρίνεια
προφάνεια
3
Ορισμός
Κάτι που είναι δύσκολο ή αδύνατο να εξηγηθεί ή να κατανοηθεί.
Μια κατάσταση ή γεγονός που προκαλεί απορία ή περιέργεια λόγω της ασάφειάς του.
2
Παραδείγματα
Το μυστήριο της εξαφάνισης του αρχαίου θησαυρού παραμένει άλυτο.
Η ζωή του καλλιτέχνη ήταν γεμάτη μυστήρια και μυστικισμό.
2