Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μυστήριος (επίθετο) - (παρόμοια:
μυστήριο
-
δραστήριος
-
εξιλαστήριος
)
Συνώνυμα
αινιγματικός
ασύλληπτος
ακατανόητος
κρυφός
4
Αντώνυμα
ξεκάθαρος
προφανής
κατανοητός
απλός
4
Ορισμός
που είναι δύσκολο να εξηγηθεί ή να γίνει κατανοητό
που κρύβει κάτι ή δεν αποκαλύπτεται εύκολα
που προκαλεί απορία ή έκπληξη λόγω της ασυνήθιστης ή ακατανόητης φύσης του
3
Παραδείγματα
Ο άνδρας είχε μια μυστηριώδη συμπεριφορά που με μπέρδευε.
Το σπίτι είχε μια μυστηριώδη ατμόσφαιρα, σαν να κρύβει κάποιο μυστικό.
Η εξαφάνισή του παρέμεινε ένα μυστηριώδες γεγονός.
3