1. Λέξη
    μυστήριος (επίθετο) - (παρόμοια: μυστήριο - δραστήριος - εξιλαστήριος)
  2. Συνώνυμα
    • αινιγματικός
    • ασύλληπτος
    • ακατανόητος
    • κρυφός
    4
  3. Αντώνυμα
    • ξεκάθαρος
    • προφανής
    • κατανοητός
    • απλός
    4
  4. Ορισμός
    • που είναι δύσκολο να εξηγηθεί ή να γίνει κατανοητό
    • που κρύβει κάτι ή δεν αποκαλύπτεται εύκολα
    • που προκαλεί απορία ή έκπληξη λόγω της ασυνήθιστης ή ακατανόητης φύσης του
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο άνδρας είχε μια μυστηριώδη συμπεριφορά που με μπέρδευε.
    • Το σπίτι είχε μια μυστηριώδη ατμόσφαιρα, σαν να κρύβει κάποιο μυστικό.
    • Η εξαφάνισή του παρέμεινε ένα μυστηριώδες γεγονός.
    3