1. Συνώνυμα
    • προκλητικό
    • προκλητικός
    • προκλητική
    • προκλητικά
    4
  2. Αντώνυμα
    • αποτρεπτικό
    • αποτρεπτικός
    • αποτρεπτική
    • αποτρεπτικά
    4
  3. Ορισμός
    • Που έχει την ικανότητα να πείθει ή να προκαλεί συγκατάθεση.
    • Που προκαλεί ή ενθαρρύνει κάποιον να κάνει κάτι.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η ομιλία του ήταν πολύ πειστήρια και έπεισε πολλούς να αλλάξουν γνώμη.
    • Τα επιχειρήματά της ήταν τόσο πειστήρια που κανείς δεν μπόρεσε να τα αντικρούσει.
    2