Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πειστήριο (επίθετο) - (παρόμοια:
λογιστήριο
-
διυλιστήριο
-
χειριστήριο
-
μυστήριο
-
καθαριστήριο
-
βασανιστήριο
)
Συνώνυμα
προκλητικό
προκλητικός
προκλητική
προκλητικά
4
Αντώνυμα
αποτρεπτικό
αποτρεπτικός
αποτρεπτική
αποτρεπτικά
4
Ορισμός
Που έχει την ικανότητα να πείθει ή να προκαλεί συγκατάθεση.
Που προκαλεί ή ενθαρρύνει κάποιον να κάνει κάτι.
2
Παραδείγματα
Η ομιλία του ήταν πολύ πειστήρια και έπεισε πολλούς να αλλάξουν γνώμη.
Τα επιχειρήματά της ήταν τόσο πειστήρια που κανείς δεν μπόρεσε να τα αντικρούσει.
2