Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νευριάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
νευρικός
-
σκουριάζω
)
Συνώνυμα
εκνευρίζομαι
θυμώνω
εξοργίζομαι
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
χαλαρώνω
ησυχάζω
3
Ορισμός
Νιώθω έντονη ενόχληση ή θυμό.
Χάνω την ψυχραιμία μου λόγω κάποιου ερεθίσματος.
Εκδηλώνω έντονη δυσαρέσκεια ή αγανάκτηση.
3
Παραδείγματα
Νευρίασα όταν άκουσα τα νέα.
Μην νευριάζεις για τόσο μικρό πράγμα.
Ο δάσκαλος νευρίασε με τους φασαρίους μαθητές.
3