Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νευρικός (επίθετο) - (παρόμοια:
νευρωτικός
-
νευρικότητα
-
νεκρικός
-
νεφρικός
-
νευρολογικός
-
νεανικός
-
νευριάζω
-
νιτρικός
-
εκνευριστικός
)
Συνώνυμα
ανήσυχος
εκνευρισμένος
τεταμένος
3
Αντώνυμα
ήρεμος
χαλαρός
ατάραχος
3
Ορισμός
Που χαρακτηρίζεται από νεύρα ή ένταση.
Που δείχνει έντονη ανησυχία ή ανασφάλεια.
2
Παραδείγματα
Ήταν πολύ νευρικός πριν την ομιλία του.
Η νευρική του συμπεριφορά έδειχνε ότι αγχωνόταν.
2