1. Λέξη
    σκουριάζω (ρήμα) - (παρόμοια: σκουριά - σκοτεινιάζω - νευριάζω - σκουπίζω)
  2. Συνώνυμα
    • οξειδώνομαι
    • διαβρώνω
    • σκουριάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοξείδωτος
    • αδιαβρωτικός
    2
  4. Ορισμός
    • Το φαινόμενο κατά το οποίο ένα μέταλλο αντιδρά με το οξυγόνο και την υγρασία, με αποτέλεσμα να σχηματίζεται οξείδιο.
    • Η διαδικασία κατά την οποία ένα μέταλλο χάνει τη γυαλάδα και την αντοχή του λόγω της επίδρασης του περιβάλλοντος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το σίδερο σκουριάζει εάν δεν προστατευτεί κατάλληλα.
    • Οι μεταλλικές κατασκευές έξω από τη θάλασσα σκουριάζουν γρήγορα λόγω της αλατιούχης ατμόσφαιρας.
    2