Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκουριάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
σκουριά
-
σκοτεινιάζω
-
νευριάζω
-
σκουπίζω
)
Συνώνυμα
οξειδώνομαι
διαβρώνω
σκουριάζω
3
Αντώνυμα
ανοξείδωτος
αδιαβρωτικός
2
Ορισμός
Το φαινόμενο κατά το οποίο ένα μέταλλο αντιδρά με το οξυγόνο και την υγρασία, με αποτέλεσμα να σχηματίζεται οξείδιο.
Η διαδικασία κατά την οποία ένα μέταλλο χάνει τη γυαλάδα και την αντοχή του λόγω της επίδρασης του περιβάλλοντος.
2
Παραδείγματα
Το σίδερο σκουριάζει εάν δεν προστατευτεί κατάλληλα.
Οι μεταλλικές κατασκευές έξω από τη θάλασσα σκουριάζουν γρήγορα λόγω της αλατιούχης ατμόσφαιρας.
2