Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νεότερος (επίθετο) - (παρόμοια:
νεότερο
-
νεώτερος
-
λιγότερος
)
Συνώνυμα
πιο νέος
νεώτερος
πρόσφατος
3
Αντώνυμα
παλαιότερος
αρχαιότερος
πρεσβύτερος
3
Ορισμός
Συγκριτικός βαθμός του επιθέτου «νέος», που δηλώνει ότι κάτι ή κάποιος είναι πιο νέος σε σχέση με κάτι άλλο.
Ανήκει σε πιο πρόσφατη χρονική περίοδο.
Έχει λιγότερη ηλικία ή εμπειρία σε σχέση με άλλους.
3
Παραδείγματα
Ο αδελφός μου είναι νεότερος από μένα κατά δύο χρόνια.
Η νεότερη έκδοση του λογισμικού περιλαμβάνει πολλές βελτιώσεις.
Στη συζήτηση, οι νεότερες απόψεις συχνά διαφωνούν με τις παραδοσιακές.
3