1. Λέξη
    νεότερος (επίθετο) - (παρόμοια: νεότερο - νεώτερος - λιγότερος)
  2. Συνώνυμα
    • πιο νέος
    • νεώτερος
    • πρόσφατος
    3
  3. Αντώνυμα
    • παλαιότερος
    • αρχαιότερος
    • πρεσβύτερος
    3
  4. Ορισμός
    • Συγκριτικός βαθμός του επιθέτου «νέος», που δηλώνει ότι κάτι ή κάποιος είναι πιο νέος σε σχέση με κάτι άλλο.
    • Ανήκει σε πιο πρόσφατη χρονική περίοδο.
    • Έχει λιγότερη ηλικία ή εμπειρία σε σχέση με άλλους.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο αδελφός μου είναι νεότερος από μένα κατά δύο χρόνια.
    • Η νεότερη έκδοση του λογισμικού περιλαμβάνει πολλές βελτιώσεις.
    • Στη συζήτηση, οι νεότερες απόψεις συχνά διαφωνούν με τις παραδοσιακές.
    3