Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νεώτερος (επίθετο) - (παρόμοια:
νεώτερο
-
νεότερος
-
ανώτερος
-
απώτερος
-
κατώτερος
)
Συνώνυμα
νεότερος
πιο νέος
πιο πρόσφατος
3
Αντώνυμα
παλαιότερος
πιο παλιός
αρχαιότερος
3
Ορισμός
Συγκριτικός βαθμός του επιθέτου «νέος», που δηλώνει ότι κάτι ή κάποιος είναι πιο νέος σε σχέση με κάτι άλλο.
Που ανήκει σε πιο πρόσφατη εποχή ή χρονική περίοδο.
2
Παραδείγματα
Ο αδελφός μου είναι νεώτερος από μένα κατά δύο χρόνια.
Η νεώτερη γενιά έχει διαφορετικές αντιλήψεις από τους γονείς της.
2