Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νεώτερο (επίθετο) - (παρόμοια:
νεώτερος
-
νεότερο
)
Συνώνυμα
νεανικό
νεανικός
πρόσφατο
σύγχρονο
4
Αντώνυμα
αρχαίο
παλαιό
παλιό
3
Ορισμός
Που ανήκει σε πιο πρόσφατη εποχή ή έχει δημιουργηθεί πρόσφατα.
Που χαρακτηρίζεται από νεότητα ή φρεσκάδα.
Που σχετίζεται με τη νεότερη περίοδο της ιστορίας.
3
Παραδείγματα
Ο νεώτερος αδερφός του είναι πολύ ενεργητικός.
Η νεώτερη τεχνολογία έχει αλλάξει τον τρόπο ζωής μας.
Στη νεώτερη ιστορία της χώρας, υπήρξαν πολλές αλλαγές.
3