1. Λέξη
    νεώτερο (επίθετο) - (παρόμοια: νεώτερος - νεότερο)
  2. Συνώνυμα
    • νεανικό
    • νεανικός
    • πρόσφατο
    • σύγχρονο
    4
  3. Αντώνυμα
    • αρχαίο
    • παλαιό
    • παλιό
    3
  4. Ορισμός
    • Που ανήκει σε πιο πρόσφατη εποχή ή έχει δημιουργηθεί πρόσφατα.
    • Που χαρακτηρίζεται από νεότητα ή φρεσκάδα.
    • Που σχετίζεται με τη νεότερη περίοδο της ιστορίας.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο νεώτερος αδερφός του είναι πολύ ενεργητικός.
    • Η νεώτερη τεχνολογία έχει αλλάξει τον τρόπο ζωής μας.
    • Στη νεώτερη ιστορία της χώρας, υπήρξαν πολλές αλλαγές.
    3