1. Λέξη
    νοιαστώ (ρήμα) - (παρόμοια: πιαστώ - βιαστώ)
  2. Συνώνυμα
    • αντιλαμβάνομαι
    • κατανοώ
    • συλλαμβάνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • παρεξηγώ
    2
  4. Ορισμός
    • Να αντιλαμβάνομαι ή να κατανοώ κάτι με το μυαλό μου.
    • Να έχω μια ιδέα ή μια εικόνα στο μυαλό μου για κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Δεν μπορώ να νοιαστώ την σημασία αυτής της φράσης.
    • Προσπάθησε να νοιαστεί το βάθος του προβλήματος.
    2