Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νοιαστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
πιαστώ
-
βιαστώ
)
Συνώνυμα
αντιλαμβάνομαι
κατανοώ
συλλαμβάνω
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παρεξηγώ
2
Ορισμός
Να αντιλαμβάνομαι ή να κατανοώ κάτι με το μυαλό μου.
Να έχω μια ιδέα ή μια εικόνα στο μυαλό μου για κάτι.
2
Παραδείγματα
Δεν μπορώ να νοιαστώ την σημασία αυτής της φράσης.
Προσπάθησε να νοιαστεί το βάθος του προβλήματος.
2