1. Λέξη
    πιαστώ (ρήμα) - (παρόμοια: βιαστώ - νοιαστώ - παρουσιαστώ)
  2. Συνώνυμα
    • συλλαμβάνω
    • πιάνομαι
    • αλιεύομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεφεύγω
    • διαφεύγω
    • αποφεύγω
    3
  4. Ορισμός
    • Να συλληφθεί από κάποιον ή να πιαστεί σε μια ενέργεια.
    • Να γίνει αντιληπτός ή να εντοπιστεί.
    • Να πιαστεί σε μια παγίδα ή σε μια δυσάρεστη κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο κλέφτης πιάστηκε από την αστυνομία.
    • Πιάστηκε να κοιτάει το κινητό του κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
    • Πιάστηκε στην κίνηση και άργησε στο ραντεβού του.
    3