Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιαστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
βιαστώ
-
νοιαστώ
-
παρουσιαστώ
)
Συνώνυμα
συλλαμβάνω
πιάνομαι
αλιεύομαι
3
Αντώνυμα
ξεφεύγω
διαφεύγω
αποφεύγω
3
Ορισμός
Να συλληφθεί από κάποιον ή να πιαστεί σε μια ενέργεια.
Να γίνει αντιληπτός ή να εντοπιστεί.
Να πιαστεί σε μια παγίδα ή σε μια δυσάρεστη κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Ο κλέφτης πιάστηκε από την αστυνομία.
Πιάστηκε να κοιτάει το κινητό του κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
Πιάστηκε στην κίνηση και άργησε στο ραντεβού του.
3