1. Λέξη
    νοικιάζει (ρήμα) - (παρόμοια: νοιάζει - νοικιάζω - νοικιάσω)
  2. Συνώνυμα
    • ενοικιάζει
    • μισθώνει
    2
  3. Αντώνυμα
    • πουλάει
    • αγοράζει
    2
  4. Ορισμός
    • Πληρώνει χρήματα για να χρησιμοποιεί ένα ακίνητο ή αντικείμενο για ορισμένο χρονικό διάστημα.
    • Δίνει κάτι προς ενοικίαση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης νοικιάζει ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης.
    • Η εταιρεία νοικιάζει γραφεία σε επιχειρήσεις.
    2