Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νοικιάζει (ρήμα) - (παρόμοια:
νοιάζει
-
νοικιάζω
-
νοικιάσω
)
Συνώνυμα
ενοικιάζει
μισθώνει
2
Αντώνυμα
πουλάει
αγοράζει
2
Ορισμός
Πληρώνει χρήματα για να χρησιμοποιεί ένα ακίνητο ή αντικείμενο για ορισμένο χρονικό διάστημα.
Δίνει κάτι προς ενοικίαση.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης νοικιάζει ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης.
Η εταιρεία νοικιάζει γραφεία σε επιχειρήσεις.
2