1. Λέξη
    νοικιάσω (ρήμα) - (παρόμοια: νοικιάζω - νοικιάζει)
  2. Συνώνυμα
    • ενοικιάζω
    • μισθώνω
    • παίρνω ενοικίαση
    3
  3. Αντώνυμα
    • πουλάω
    • εξυπηρετώ
    • προσφέρω δωρεάν
    3
  4. Ορισμός
    • Πληρώνω ένα συγκεκριμένο ποσό για να χρησιμοποιήσω ένα ακίνητο ή αντικείμενο για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.
    • Συμφωνώ να πληρώσω για τη χρήση ενός χώρου ή αντικειμένου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα νοικιάσω ένα διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη για το καλοκαίρι.
    • Μπορώ να νοικιάσω ένα αυτοκίνητο για τις διακοπές μου;
    2