Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νοικιάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
νοικιάζω
-
νοικιάζει
)
Συνώνυμα
ενοικιάζω
μισθώνω
παίρνω ενοικίαση
3
Αντώνυμα
πουλάω
εξυπηρετώ
προσφέρω δωρεάν
3
Ορισμός
Πληρώνω ένα συγκεκριμένο ποσό για να χρησιμοποιήσω ένα ακίνητο ή αντικείμενο για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.
Συμφωνώ να πληρώσω για τη χρήση ενός χώρου ή αντικειμένου.
2
Παραδείγματα
Θα νοικιάσω ένα διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη για το καλοκαίρι.
Μπορώ να νοικιάσω ένα αυτοκίνητο για τις διακοπές μου;
2