Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ντροπαλός (επίθετο) - (παρόμοια:
ντροπαλή
-
ντροπή
)
Συνώνυμα
συνεσταλμένος
νευρικός
αμήχανος
3
Αντώνυμα
αναιδής
θρασύς
αποφασιστικός
3
Ορισμός
Που δείχνει ντροπή ή αμηχανία
Που χαρακτηρίζεται από έλλειψη αυτοπεποίθησης
2
Παραδείγματα
Ο ντροπαλός μαθητής δεν μιλούσε ποτέ στην τάξη.
Η ντροπαλή κοπέλα έκρυβε το πρόσωπό της πίσω από τα μαλλιά της.
2