Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ντροπαλή (επίθετο) - (παρόμοια:
ντροπαλός
-
ντροπή
-
ντρου
-
ντροπιάζω
)
Συνώνυμα
συνεσταλμένη
ντροπαλός
εσωστρεφής
3
Αντώνυμα
θρασεία
αναιδής
επιδεικτική
3
Ορισμός
που ντρέπεται εύκολα και αποφεύγει να τραβήξει την προσοχή
που χαρακτηρίζεται από συνεσταλμένη συμπεριφορά
2
Παραδείγματα
Η ντροπαλή κοπέλα έκρυβε το πρόσωπο της πίσω από τα μαλλιά της.
Έδειξε μια ντροπαλή χαμόγελο όταν την επαίνεσαν.
2