1. Λέξη
    ντύσιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: φτύσιμο - ντύσω - ξύσιμο)
  2. Συνώνυμα
    • ενδυμασία
    • ρούχο
    • στολή
    • ενδύματα
    4
  3. Αντώνυμα
    • γύμνια
    • απογύμνωση
    2
  4. Ορισμός
    • Το σύνολο των ρούχων που φοριέται από κάποιον.
    • Ο τρόπος με τον οποίο ντύνεται κάποιος.
    • Τα ρούχα που χρησιμοποιούνται για μια συγκεκριμένη περίσταση ή λειτουργία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το ντύσιμό του ήταν πολύ κομψό για την τελετή.
    • Η επιλογή του ντυσίμου για την παρουσίαση ήταν άψογη.
    • Το παραδοσιακό ντύσιμο της περιοχής είναι πολύχρωμο.
    3