Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ντύσιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φτύσιμο
-
ντύσω
-
ξύσιμο
)
Συνώνυμα
ενδυμασία
ρούχο
στολή
ενδύματα
4
Αντώνυμα
γύμνια
απογύμνωση
2
Ορισμός
Το σύνολο των ρούχων που φοριέται από κάποιον.
Ο τρόπος με τον οποίο ντύνεται κάποιος.
Τα ρούχα που χρησιμοποιούνται για μια συγκεκριμένη περίσταση ή λειτουργία.
3
Παραδείγματα
Το ντύσιμό του ήταν πολύ κομψό για την τελετή.
Η επιλογή του ντυσίμου για την παρουσίαση ήταν άψογη.
Το παραδοσιακό ντύσιμο της περιοχής είναι πολύχρωμο.
3