Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νυχτερίδα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
νυχτερινή
-
νυχτερινός
)
Συνώνυμα
πεταλούδα της νύχτας
νυχτοπεταλούδα
2
Αντώνυμα
ημέρα
ηλιόφωτο
2
Ορισμός
Μεγάλο νυχτόβιο πτηνό που τρέφεται κυρίως με έντομα και έχει την ικανότητα να προσανατολίζεται με ηχοεντοπισμό.
Συμβολικά, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι ενεργός τη νύχτα ή που προτιμά τις νυχτερινές δραστηριότητες.
2
Παραδείγματα
Η νυχτερίδα πετάει σιωπηλά στον νυχτερινό ουρανό.
Όπως η νυχτερίδα, έτσι και ο Γιάννης προτιμά να δουλεύει τη νύχτα.
2