Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαναβλέπω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαναβγώ
-
ξαναβάζω
-
ξαναβάλω
)
Συνώνυμα
επισκέπτομαι ξανά
επιστρέφω
επισκοπώ
3
Αντώνυμα
ξεχνώ
αγνοώ
2
Ορισμός
Βλέπω κάτι ή κάποιον για δεύτερη ή περισσότερες φορές.
Επισκέπτομαι ξανά ένα μέρος ή ένα άτομο.
2
Παραδείγματα
Θα ξαναδώ την ταινία αυτή γιατί μου άρεσε πολύ.
Σκέφτομαι να ξαναπάω στην Ελλάδα το επόμενο καλοκαίρι.
2