Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαναβγώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαναβγαίνω
-
ξαναβάλω
-
ξαναβάζω
-
ξαναβλέπω
-
ξαναβρεθώ
-
ξαναδώ
-
ξαναβρίσκω
-
ξαναβρούμε
)
Συνώνυμα
επανέρχομαι
γυρίζω πίσω
επιστρέφω
3
Αντώνυμα
φεύγω
αποχωρώ
εγκαταλείπω
3
Ορισμός
Επιστρέφω σε ένα μέρος ή μια κατάσταση μετά από μια απουσία.
Επαναλαμβάνω μια δράση ή μια διαδικασία.
2
Παραδείγματα
Μετά από χρόνια στο εξωτερικό, αποφάσισε να ξαναβγει στην πατρίδα του.
Θα ξαναβγει στο θέατρο μετά από μια μεγάλη παύση.
2