1. Λέξη
    ξαναβάλω (ρήμα) - (παρόμοια: αναβάλω - ξαναβάζω - ξαναβγώ - αναβάλλω - ξαναβρεθώ - ξαναβλέπω)
  2. Συνώνυμα
    • επανεκχωρώ
    • επιστρέφω
    • τοποθετώ ξανά
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφαιρώ
    • απομακρύνω
    • αποσύρω
    3
  4. Ορισμός
    • Τοποθετώ κάτι πάλι στη θέση του ή σε μια νέα θέση.
    • Επανεισάγω κάτι σε ένα σύστημα ή μια διαδικασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά τον καθαρισμό, θα ξαναβάλω τα βιβλία στο ράφι.
    • Πρέπει να ξαναβάλω τα στοιχεία μου στο σύστημα μετά την ανανέωση.
    2