Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαναβάλω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναβάλω
-
ξαναβάζω
-
ξαναβγώ
-
αναβάλλω
-
ξαναβρεθώ
-
ξαναβλέπω
)
Συνώνυμα
επανεκχωρώ
επιστρέφω
τοποθετώ ξανά
3
Αντώνυμα
αφαιρώ
απομακρύνω
αποσύρω
3
Ορισμός
Τοποθετώ κάτι πάλι στη θέση του ή σε μια νέα θέση.
Επανεισάγω κάτι σε ένα σύστημα ή μια διαδικασία.
2
Παραδείγματα
Μετά τον καθαρισμό, θα ξαναβάλω τα βιβλία στο ράφι.
Πρέπει να ξαναβάλω τα στοιχεία μου στο σύστημα μετά την ανανέωση.
2