Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξανακάνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαναχάνω
-
ξανακαλώ
-
ξαναγίνω
-
Ξαναγίνω
-
ξανακούω
-
ξαναδίνω
-
ξανακούσω
)
Συνώνυμα
επαναλαμβάνω
ξαναρχίζω
2
Αντώνυμα
σταματώ
τερματίζω
2
Ορισμός
Εκτελώ ξανά μια ενέργεια ή διαδικασία.
Ξεκινώ πάλι μια δραστηριότητα που είχα σταματήσει.
2
Παραδείγματα
Αν δεν σου αρέσει το σχέδιο, μπορείς να το ξανακάνεις.
Μετά το διάλειμμα, ξανακάνουμε την άσκηση από την αρχή.
2