1. Λέξη
    ξανακαλώ (ρήμα) - (παρόμοια: ανακαλώ - ξαναμιλώ - ξανακούω - ξανακάνω - ξανακούσω)
  2. Συνώνυμα
    • επικαλούμαι
    • καλώ ξανά
    • επιστρατεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • απομακρύνω
    • απορρίπτω
    • αποποιούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Καλώ κάποιον ή κάτι για άλλη μια φορά.
    • Επιστρατεύω ξανά κάποιον ή κάτι για βοήθεια ή υποστήριξη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ξανακάλεσε τους φίλους του για το πάρτι.
    • Σε περίπτωση ανάγκης, θα ξανακαλέσουμε την αστυνομία.
    2