Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξανακαλώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ανακαλώ
-
ξαναμιλώ
-
ξανακούω
-
ξανακάνω
-
ξανακούσω
)
Συνώνυμα
επικαλούμαι
καλώ ξανά
επιστρατεύω
3
Αντώνυμα
απομακρύνω
απορρίπτω
αποποιούμαι
3
Ορισμός
Καλώ κάποιον ή κάτι για άλλη μια φορά.
Επιστρατεύω ξανά κάποιον ή κάτι για βοήθεια ή υποστήριξη.
2
Παραδείγματα
Ξανακάλεσε τους φίλους του για το πάρτι.
Σε περίπτωση ανάγκης, θα ξανακαλέσουμε την αστυνομία.
2