Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξανακερδίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξανακερδίζω
-
κερδίσω
-
ξανακούσω
-
ξαναγυρίσω
)
Συνώνυμα
επανκερδίζω
ανακτώ
ξαναποκτώ
3
Αντώνυμα
χάνω
αποβάλλω
εγκαταλείπω
3
Ορισμός
Να κερδίσω ξανά κάτι που είχα χάσει.
Να αποκτήσω πάλι μια θέση, μια ιδιότητα ή μια κατάσταση που είχα στο παρελθόν.
2
Παραδείγματα
Μετά από πολλές προσπάθειες, κατάφερα να ξανακερδίσω την εμπιστοσύνη του.
Ο αθλητής προσπαθεί να ξανακερδίσει τη θέση του στην ομάδα.
2