1. Λέξη
    ξαπλωμένος (επίθετο) - (παρόμοια: ξαναμμένος - χωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • ξαπλωτός
    • ξαπλωμένος
    • ξαπλωμένος
    • ξαπλωμένος
    4
  3. Αντώνυμα
    • όρθιος
    • καθιστός
    • στέκος
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με κάποιον που βρίσκεται σε οριζόντια θέση.
    • Που έχει ξαπλώσει σε μια επιφάνεια.
    • Που δεν είναι σε όρθια θέση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο άντρας ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα.
    • Η γάτα είναι ξαπλωμένη στον καναπέ.
    • Ο παππούς είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι.
    3