Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαπλωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ξαναμμένος
-
χωμένος
)
Συνώνυμα
ξαπλωτός
ξαπλωμένος
ξαπλωμένος
ξαπλωμένος
4
Αντώνυμα
όρθιος
καθιστός
στέκος
3
Ορισμός
Σχετικός με κάποιον που βρίσκεται σε οριζόντια θέση.
Που έχει ξαπλώσει σε μια επιφάνεια.
Που δεν είναι σε όρθια θέση.
3
Παραδείγματα
Ο άντρας ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα.
Η γάτα είναι ξαπλωμένη στον καναπέ.
Ο παππούς είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι.
3